- θυμάρι
- (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24 από τα οποία συναντώνται και στην Ελλάδα, σε ξηρούς, άγονους και πετρώδεις τόπους της κατώτερης ζώνης. Μοιάζει λίγο με τη μαντζουράνα και τη ρίγανη, ιδιαίτερα στο διαπεραστικό και ευχάριστο άρωμά του. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. Το θ. φύεται σε ξηρά εδάφη (ελαιώνες κλπ.). Είναι πολύκλαδο, έχει μικρά, σχεδόν άμισχα φύλλα, με φωτεινό πράσινο-γκριζωπό χρώμα και με άκρα ελαφρώς τυλιγμένα προς την πάνω επιφάνεια. Τα άνθη του είναι ρόδινα, με πολύ κοντό σωλήνα στεφάνης και στήμονες που προεξέχουν. Το θ. αποτελεί τροφή που προτιμούν τα ζώα. Χρησιμοποιείται στη μαγειρική ως αρωματικό και παρέχει εξαιρετικό νέκταρ στις μέλισσες. To περίφημο μέλι των Κυθήρων οφείλει την εξαιρετική του ποιότητα στην αφθονία του θ. στο νησί. Από το θ. εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο, το θυμέλαιο, που περιέχει θυμόλη, ουσία βαλσαμώδη, ανθελμινθική και βακτηριοστατική, που έχει ποικίλες χρήσεις (αντισηψία του στόματος, oδοντόπαστες). Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει πολλά ακόμα είδη θ., όπως το θ. το τευκριοειδές, το θ. το ορεινό, το θ. το γλαυκό, το θ. το λέσβιο, το θ. το θρακικό, το θ. το παρνάσσιο, το θ. το αττικό κλπ.
Το θυμάρι, κοινό είδος της ελληνικής χλωρίδας, παρέχει εξαιρετικό νέκταρ στις μέλισσες και από τα άνθη του παράγεται ένα αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
* * *τοτο φυτό θύμος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύμον + κατάλ. -άρι(ον)].
Dictionary of Greek. 2013.